- αναρχία
- Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο όσο και για την κοινωνία) και συνεπώς θα πρέπει να καταργηθεί. Σπέρματα της αναρχικής θεωρίας διακρίνουμε ήδη από την αρχαιότητα στους Κυνικούς, που με τη στάση τους εξέφραζαν τη βαθιά περιφρόνησή τους προς τις αστικές αξίες της εποχής τους (κυρίως τις υλικές, όπως τα πλούτη και την εξουσία), και τους Στωικούς, οι οποίοι με τη διδασκαλία τους, και κυρίως του ιδρυτή της Στοάς, Ζήνωνα, αναδείκνυαν το άτομο ως μοναδική πηγή αυθεντίας, προτρέποντάς το να απορρίπτει οτιδήποτε το εξωτερικό και φυσικά τον καταναγκασμό που επιβάλλει η εξουσία με τους νόμους της. Στη μεσαιωνική Δύση, ανάλογα στοιχεία συναντούμε στην αίρεση των Καθαρών και αργότερα στη Μεταρρύθμιση, σε ορισμένες τάσεις των Αναβαπτιστών, με τη διαφορά πως και στις δύο αυτές περιπτώσεις η απόρριψη της εγκόσμιας τάξης έχει το νόημα της θρησκευτικής άρνησης του κόσμου της ύλης προς όφελος μιας ουράνιας πνευματικής πραγματικότητας. Η διαμόρφωση της αναρχικής θεωρίας, με τη σύγχρονη έννοια, γίνεται σταδιακά μέσα στα πλαίσια του κινήματος του Διαφωτισμού, της Γαλλικής επανάστασης και κυρίως με την ανάπτυξη τον 19ο αι. της σοσιαλιστικής θεωρίας, με την οποία η α. σχετίζεται στενά, δίχως πάντως να ταυτίζεται μαζί της. Αποφασιστική ώθηση στη διαμόρφωση του αντιεξουσιαστικού χαρακτήρα της αναρχικής θεωρίας έδωσε η αντιπαράθεση προς την ανάπτυξη, από τα μέσα του 19ου αι., της κομουνιστικής θεωρίας από τους Μαρξ και Ένγκελς με τη συστηματική επιστημονική έκθεση των κοινωνικοοικονομικών θεωρημάτων της, από τα οποία σημαντικότερα –από την πλευρά της α.– ήταν εκείνα που υποστήριζαν την ανάγκη κατάληψης της εξουσίας και την εγκατάσταση προλεταριακού κράτους.
Η ανάπτυξη της αναρχικής θεωρίας.Τόπος διαμόρφωσης των αναρχικών θεωριών, με τη σύγχρονη έννοια, ήταν η Αγγλία, με πρώτη υποτυπώδη μορφή το κίνημα των Σκαφτιάδων,που ξέσπασε στα χρόνια μετά τον αγγλικό εμφύλιο πόλεμο (1642-46), με επικεφαλής τον Γκέραρντ Γουινστάνλεϊ, έναν σχισματικό χριστιανό που ταύτιζε τον Θεό με τον ορθό λόγο. Το 1649, ο Γουινστάνλεϊ δημοσίευσε το φυλλάδιό του Η αλήθεια πάνω από τα σκάνδαλα,όπου, αφού κατήγγειλε την εξουσία και την ιδιοκτησία ως υπαίτιες για τη διαφθορά και το έγκλημα, διακήρυττε μια κοινωνία δίχως αφέντες, στην οποία οι άνθρωποι θα ζούσαν ελεύθεροι, μοιράζοντας ανάμεσά τους το προϊόν του μόχθου τους. Σύμφωνα με τις αρχές αυτές, ο Γουινστάνλεϊ και οι οπαδοί του προσπάθησαν, το 1649, να οργανώσουν στη νότια Αγγλία μία υποδειγματική κοινωνία. Διαλύθηκαν, όμως, λίγους μήνες αργότερα με τη βία. Παρά την αποτυχία του πειράματος, οι ιδέες του κινήματος πέρασαν στην παράδοση των αγγλικών διαμαρτυρόμενων θρησκευτικών ομάδων και ενάμιση αιώνα αργότερα (1793) επανεμφανίστηκαν με το έργο Πολιτική δικαιοσύνη του πρώην σχισματικού διαμαρτυρόμενου κληρικού Γουίλιαμ Γκόντγουιν. Στο βιβλίο του αυτό, o Γκόντγουιν υποστηρίζει πως η εξουσία αντιβαίνει στη φύση και πως η κοινωνική αδικία οφείλεται στο γεγονός ότι o άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος να ενεργήσει σύμφωνα με τον ορθό λόγο. Οραματίζεται, επιπλέον, μια μορφή αποκεντρωμένης κοινωνίας, όπου η κοινότητα θα είναι η βασική μονάδα. Στην κοινωνία αυτή, οι δημοκρατικές διαδικασίες θα είναι όσο το δυνατόν περιορισμένες για να μην καταλήγουν στην καταπίεση της μειοψηφίας από την πλειοψηφία. Προβλέπει, επίσης, πως η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής και της τεχνολογίας θα περιορίσει τον χρόνο εργασίας σε μισή ώρα την ημέρα, αρκεί οι ανάγκες των ανθρώπων να παραμείνουν σε λογικό επίπεδο. Οι απόψεις αυτές έκαναν μεγάλη εντύπωση και άσκησαν σημαντική επίδραση στους νεαρούς τότε Σέλεϊ, Γουέρντσγουερθ, Χάζλιτ και Όουεν. Παρ’ όλα αυτά, οι ιδέες του Γκόντγουιν δεν είχαν σχεδόν καμία επίδραση στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Πρώτη συνειδητή χρήση του όρου α. και αναρχικός, με τη σημασία που ορίσαμε παραπάνω, κάνει ο Γάλλος σοσιαλιστής συγγραφέας Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, το 1840, στο βιβλίο του Τι είναι η ιδιοκτησία; Εκεί, αφού διακηρύσσει ότι είναι αναρχικός, εξηγεί πως οι αληθινοί νόμοι της κοινωνίας πηγάζουν από την ίδια τη φύση της και δεν έχουν καμία σχέση με την εξουσία, αυτή την τεχνητή, κατά τον συγγραφέα, τάξη που η μοίρα της είναι να διαλυθεί.
Ιδιαίτερα σημαντική για τη διαμόρφωση της αναρχικής θεωρίας, αλλά και για την ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος υπήρξε η συμβολή δύο Ρώσων αναρχικών, του Μιχαΐλ Μπακούνιν και του Πιοτρ Κροπότκιν, παρά το γεγονός ότι το αναρχικό κίνημα στη Ρωσία δεν υπήρξε σημαντικό. Αξιοσημείωτη επίσης για την ανάπτυξη της αναρχικής θεωρίας και πρακτικής υπήρξε η σύγκρουση του Μπακούνιν με τον Μαρξ, που χρονολογείται από την εποχή της εισόδου (1868) του Ρώσου επαναστάτη στην Α’ Διεθνή. Για τον Μπακούνιν, η κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο, όπως υποστήριζε ο Μαρξ, δεν επρόκειτο να οδηγήσει στην απελευθέρωση της κοινωνίας, επειδή η ομάδα που θα ασκούσε την εξουσία στο όνομα των εργατών έμελλε να εκφυλιστεί σε μια άρχουσα γραφειοκρατική τάξη που θα αναπαρήγαγε σε όλες τις πράξεις της τις λειτουργίες του κράτους. Οι απόψεις του Ρώσου αναρχικού επικράτησαν, σε γενικές γραμμές, στη θεωρία και την πρακτική του αναρχικού κινήματος, από την εποχή της Α’ Διεθνούς έως την τελική συντριβή του στο τέλος του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, το 1939. Το ιδεολογικό και θεωρητικό έργο του Μπακούνιν συνέχισε, μετά τον θάνατό του (1876), ο ομοϊδεάτης του πρίγκιπας Πιοτρ Κροπότκιν, που προώθησε την κολεκτιβιστική θεωρία του Μπακούνιν, υποστηρίζοντας πως θα πρέπει ο κομουνισμός να επικρατεί όχι μόνο στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και στο στάδιο της διανομής, σύμφωνα με το αξίωμα «από τον καθένα σύμφωνα με τις δυνατότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Υποστήριζε την ανάγκη αποκέντρωσης της βιομηχανίας και τη δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας βασισμένης σε μια ομοσπονδία ελεύθερων κομουνιστικών κοινοτήτων.
Εκτός από το είδος της αναρχικής θεωρίας που αναπτύχθηκε σε στενή σχέση προς τον σοσιαλισμό, θα πρέπει να αναφερθούν δύο ακόμη παραλλαγές της αναρχικής σκέψης: η εγωτική α. του Μαξ Στίρνερ και η αριστοκρατική α. του Νίτσε αφενός, και η ειρηνικήπαθητική α. του Λέον Τολστόι και του Μαχάτμα Γκάντι αφετέρου. Ο Γερμανός Μαξ Στίρνερ, στο βιβλίο του Ο μοναδικός και το δικό του (1845), υποστηρίζει πως το άτομο έχει το δικαίωμα να καθορίζει και να κατευθύνει με απόλυτη ελευθερία τη βούλησή του δίχως κανένα ετεροπροσδιορισμό, ενώ στο κοινωνικό επίπεδο προτείνει την Ένωση των εγωιστών,μία ένωση όπου τα διάφορα Εγώ μορφοποιούν στον αντικειμενικό κόσμο τη βούλησή τους έως τα όρια των δυνάμεών τους. Παραπλήσια προς την εγωτική α. του Στίρνερ είναι η αριστοκρατική α. του Νίτσε. Ο Νίτσε καταφέρεται εναντίον του κράτους –ιδιαίτερα του γερμανικού– χαρακτηρίζοντάς το «το ψυχρότερο όλων των ψυχρών τεράτων, εκεί όπου η αργή αυτοκτονία λέγεται ζωή». Σύμφωνα με τον Νίτσε, το εκλεκτό άτομο, αυτό που προαναγγέλει τον Υπεράνθρωπο, δεν μπορεί να ανεχτεί άλλη αυθεντία εκτός από την υπερήφανη και ελεύθερη βούλησή του. Εντελώς διαφορετική και με εντελώς άλλες αφετηρίες είναι η ειρηνική α. του Τολστόι και του Γκάντι. Ξεκινώντας από έναν σχισματικό ορθολογικό χριστιανισμό, o Τολστόι καταλήγει σε έναν ριζοσπαστικό φιλειρηνισμό, απορρίπτοντας το κράτος και κάθε είδους διακυβέρνηση και ιεραρχία (εκκλησιαστική ή κοσμική), διακηρύσσοντας την παθητική αντίσταση κατά της βίας και προτρέποντας παράλληλα στην απλοποίηση της ζωής και στην αντικατάσταση της ιδιοκτησίας –με τις σύγχρονες γραφειοκρατικές και τεχνολογικές μορφές διακυβέρνησης ανθρώπων και πραγμάτων– από έναν ελεύθερο αγροτικό κομουνισμό. Αρκετά χρόνια αργότερα o Ινδός ηγέτης Μαχάτμα Γκάντι διαμόρφωσε και εφάρμοσε στην πράξη, στη νότια Αφρική και τις Ινδίες, την αρχή της πολιτικής ανυπακοής και της παθητικής αντίστασης στην αποικιοκρατική εξουσία, προτείνοντας παράλληλα για την Ινδία ένα σχέδιο αποκεντρωμένης κοινωνίας, βασισμένης σε ένα πλέγμα ελεύθερων αγροτικών κομουνιστικών κοινοτήτων. Η αποκεντρωμένη Ινδία του Γκάντι δεν έγινε ωστόσο ποτέ πραγματικότητα.
Η ανάπτυξη του αναρχικού κινήματος.Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., το αναρχικό κίνημα συνδέθηκε στενά με την αρχή της προπαγάνδας με την πράξη. Κυριότερος εμπνευστής της αρχής αυτής, η οποία είχε μεγάλη διάδοση ανάμεσα στους Ιταλούς αναρχικούς, υπήρξε ο Ενρίκο Μαλατέστα. Από το 1876, ο Μαλατέστα διατύπωσε την πεποίθηση πως το αποτελεσματικότερο μέσο προπαγάνδας των σοσιαλιστικών θεωριών ήταν η επαναστατική πράξη. Ακολούθησε μια σειρά αγροτικών εξεγέρσεων, δίχως όμως επιτυχία. Τότε –στο διάστημα 1890-1901– η προπαγάνδα με την πράξη πήρε τον χαρακτήρα τρομοκρατικών ενεργειών που, με το συμβολικό νόημα της ατομικής αυτοθυσίας, προσπαθούσαν να αφυπνίσουν τις μάζες. Θύματα των ενεργειών αυτών υπήρξαν εξέχοντα στελέχη της εξουσίας: ο βασιλιάς Ουμβέρτος A’ της Ιταλίας, η αυτοκράτειρα Ελισάβετ της Αυστρίας, οι πρόεδροι Καρνό της Γαλλίας και Μακ Κίνλεϊ των Ηνωμένων Πολιτειών, ο πρωθυπουργός Αντόνιο Κανόβας της Ισπανίας κλπ. Παρά τον εντυπωσιακό χαρακτήρα παρόμοιων ενεργειών, που έδωσαν ωστόσο αφορμή για τη δυσφήμηση του αναρχικού κινήματος, πολύ ουσιαστικότερη και με μεγαλύτερη απήχηση υπήρξε η δραστηριότητα που ανέπτυξαν οι αναρχικοί στις εργατικές ενώσεις, η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη ενός κινήματος, γνωστού με το όνομα αναρχοσυνδικαλισμός επαναστατικός συνδικαλισμός. Οι αναρχοσυνδικαλιστές υποστήριζαν πως ο αγώνας για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας δεν ήταν αρκετός. Σκοπός της δράσης των συνδικάτων έπρεπε να είναι η ανατροπή και μόνο του καπιταλισμού. Μετά την επανάσταση, το συνδικάτο που έως αυτή τη στιγμή θα λειτουργούσε ως όργανο πάλης κατά του καπιταλισμού, θα μετατρεπόταν σε όργανο διοίκησης και διεύθυνσης της παραγωγής. Μερικοί μάλιστα αναρχοσυνδικαλιστές υποστήριζαν πως αρκούσε η επανάσταση με σταυρωμένα τα χέρια, δηλαδή η πλήρης άρνηση συνεργασίας με τους καπιταλιστές, για την πλήρη κατάρρευση του καπιταλιστικού οικοδομήματος. Ήδη το 1895, οι Γάλλοι αναρχικοί, με επικεφαλής τους Φερνάν Πελουτιέ, Εμίλ Πουζέ και Πολ Ντελεσάλ, είχαν κερδίσει σημαντική επιρροή στη συνομοσπονδία των εργατικών εστιών, που είχε ιδρυθεί πριν από τρία χρόνια. Το 1902, ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία της Εργασίας, στην οποία οι Γάλλοι αναρχοσυνδικαλιστές κράτησαν τον πλήρη έλεγχο έως το 1908, ενώ στα κατοπινά χρόνια μέχρι και μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο διατήρησαν σημαντική επιρροή στις δραστηριότητές της. Η εξάπλωση του αναρχοσυνδικαλισμού σε πολλές χώρες οδήγησε στην ίδρυση της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης, με έδρα το Βερολίνο. Γενικά, ωστόσο, το αναρχικό κίνημα αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μόνο στην Ισπανία, με πρώτο γνωστό αναρχικό τον προυντονιστή Ραμόν ντε λα Σάγκρα, ο οποίος το 1845 εξέδωσε στη Λα Κορούνια την πρώτη στον κόσμο αναρχική εφημερίδα, με τίτλο El Porvenir. Τον Ραμόν ντε λα Σάγκρα ακολούθησε ο επίσης προυντονιστής και μεταφραστής πολλών έργων του Προυντόν, Μαργκάλ, ο οποίος στην επανάσταση του 1873 προσπάθησε να εφαρμόσει ένα ομοσπονδιακό πολιτικό σύστημα. Στις επόμενες δεκαετίες, το αναρχικό κίνημα αναπτύχθηκε σημαντικά. Το 1907 ιδρύθηκε η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Εργατική Αλληλεγγύη και τρία χρόνια αργότερα (1910) η Εθνική Συνομοσπονδία της Εργασίας, που παρέμεινε έως το τέλος υπό τον έλεγχο των αναρχικών. Το 1927 οι Ισπανοί αναρχικοί ίδρυσαν την πολιτική οργάνωση Αναρχική Ιβηρική Ομοσπονδία. Οι οργανώσεις αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ισπανικό εμφύλιο (1936-39), ιδίως κατά την πρώτη περίοδό του.
Η συντριβή της δημοκρατικής Ισπανίας και o ολοκληρωτισμός του Φράνκο που ακολούθησε υπήρξαν ανασταλτικοί παράγοντες του κινήματος στην Ισπανία. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο παρατηρήθηκε αναζωπύρωση των αναρχικών ιδεών και τάσεων, αν και η μεταπολεμική α. έχει πολλές και σοβαρές διαφορές από την παραδοσιακή προπολεμική: ενώ η προπολεμική α. ήταν διαδεδομένη κυρίως μεταξύ των εργατικών στρωμάτων, η μεταπολεμική έχει τους θιασώτες της κυρίως ανάμεσα στους σπουδαστές και τους διανοούμενους. Η έμφαση στους σκοπούς της κοινωνικής επανάστασης έχει σήμερα μετατοπιστεί από το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο στο πολιτιστικό. Τέλος, ενώ την προπολεμική α., παρά τις ποικίλες τάσεις της, διέκρινε στο σύνολό της μια ιδεολογική καθαρότητα, η μεταπολεμική παρουσιάζει πλήθος ιδεολογικών προσμείξεων από ποικίλους χώρους: πρώιμος μαρξισμός, λενινισμός, μαοϊσμός, υπαρξισμός, αντιψυχιατρική, αντικουλτούρα, αντιαυταρχική εκπαίδευση, μυστικισμός, νεοβουδισμός, αντιεκκλησιαστικός χριστιανισμός κλπ. To αναρχικό κίνημα, τις τελευταίες δεκαετίες, εντοπίζεται κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους, όταν δεν παίρνει τη μορφή τρομοκρατικού κινήματος, εκδηλώσεις του οποίου είχαμε κυρίως στη Γερμανία και στην Ιταλία (με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 1970) με τη μορφή παράνομων ένοπλων οργανώσεων. Στη δεκαετία του 1990 το κίνημα αυτό ενσωματώθηκε κατά μεγάλο μέρος στο αντίστοιχο της αντι-παγκοσμιοποίησης.
Ο Ρώσος θεωρητικός του αναρχισμού Μιχαΐλ Μπακούνιν.
Ισπανοί αναρχικοί της «φάλαγγας Ντουρούτι» στα οδοφράγματα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη χώρα.
Ο Ρώσος θεωρητικός του αναρχισμού Πιότρ Αλεξέγεβιτς Κροπότκιν.
* * *η (ΑΜ ἀναρχία)κατάσταση ενός λαού που δεν έχει πλέον κυβέρνηση ή του οποίου η κυβέρνηση στερείται της αναγκαίας εξουσίας για να γίνει ρυθμιστής των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανταγωνισμών ή για να μπορέσει να επιβάλει τη μία από τις αντιμαχόμενες ομάδες ή τάξεις στις άλλεςνεοελλ.1. έλλειψη κανόνων που να εγγυώνται την ευταξία, την ευρυθμία, την αρμονία, την ισορροπία2. ανωμαλία, σύγχυση3. κοινωνικοπολιτική ιδεολογία που αρνείται κάθε μορφή εξουσίας, ο αναρχισμός*αρχ.1. ολοκληρωτική έλλειψη αρχής2. απείθεια, ανυπακοή στους νόμους και τους άρχοντες3. η άνομη ή παράνομη κυβέρνηση4. (στην Αθήνα) η περίοδος της διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων το 404-403 π.Χ.[ΕΤΥΜΟΛ. < άναρχος.ΠΑΡ. νεοελλ. αναρχικός, αναρχισμός].
Dictionary of Greek. 2013.